- δέρῃς
- δέρωskinpres subj act 2nd sgδειρήneckfem dat pl (epic ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δέρης — δειρή neck fem gen sg (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δέρῃς — Δέραι fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεοντοδέρης — λεοντοδέρης, ὁ (Α) (για τον πολύτιμο λίθο αχάτη, ο οποίος έχει το χρώμα τού λιονταριού) αυτός που μοιάζει με το δέρμα τού λιονταριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντ(ο) * + δέρης (< δέρος ή δέρας «δέρμα»)] … Dictionary of Greek